ἐπίπλῳ

ἐπίπλῳ
ἐπίπλοος 2
sailing against
masc dat sg (attic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ἐπίπλωι — ἐπίπλῳ , ἐπίπλοος 2 sailing against masc dat sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επίπλους — (I) ο (Α ἐπίπλους) [πλους] ο πλους εναντίον κάποιου, η έφοδος, η επίθεση πλοίου ή στόλου εναντίον άλλου εχθρικού («μὴ διαφύγοιεν πλέοντες τὸν ἐπίπλουν σφῶν οἱ Ἀθηναῑοι», Θουκ.) αρχ. (σπαν., χωρίς εχθρ. σημ.) ο πλους προς κάποιον, η προσέγγιση… …   Dictionary of Greek

  • επιπλώνω — (I) εφοδιάζω με έπιπλα, βάζω σε δωμάτιο ή σε σπίτι τα απαραίτητα έπιπλα («επιπλωμένο σπίτι, δωμάτιο, γραφείο» κ.λπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < έπιπλο( ν). Η λ. επιπλώ, όω μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Ακρόπολις]. (II) ἐπιπλώνω (Μ) εκτείνω, απλώνω… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”